- κάφτρα
- και καύτρα, η1. η αναμμένη άκρη τού τσιγάρου2. η απανθρακωμένη άκρη τού φιτιλιού3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ- (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. άφ-τρα, κόφ-τρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ- (πρβλ. καύ-σω, μέλλ. τού καίω) + κατάλ. -τρα].
Dictionary of Greek. 2013.